- ανταπαιτώ
- (Α ἀνταπαιτῶ, -έω)1. διεκδικώ2. ζητώ κάτι ως αντάλλαγμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανταπαιτώ — ανταπαιτώ, ανταπαίτησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανταπαιτώ — αίτησα, έχω κι εγώ απαίτηση: Η επιχείρηση ανταπαιτούσε από τους υπαλλήλους μεγαλύτερη απόδοση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανταξιώ — ἀνταξιῶ ( όω) (Α) ανταπαιτώ … Dictionary of Greek
ανταπαίτηση — η 1. προβολή απαίτησης έναντι άλλης 2. ανταγωγή, συμψηφισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανταπαιτώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγελο Βλάχο] … Dictionary of Greek
ανταπαιτητής — ο εκείνος που εγείρει ανταπαίτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανταπαιτώ. Η λ. στον πληθ. (ανταπαιτηταί, οι) μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] … Dictionary of Greek
αντεξαιτώ — ἀντεξαιτῶ ( έω) (Α) ανταπαιτώ … Dictionary of Greek